- σκορδόζουμο
- τοχυμός σκόρδων που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκορδόζουμο — το / σκορδόζουμον, ΝΜ (στο Βυζ.) ζουμί, χυμός από σκόρδα, που χρησιμοποιούσαν οι αγιογράφοι ως κολλητική ουσία στις ξύλινες αγιογραφίες … Dictionary of Greek